- σωληνώ
- -όω, Αβλ. σωληνώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωληνώνω — σωληνῶ, όω, ΝΑ [σωλήν, ῆνος] νεοελλ. 1. τοποθετώ σωλήνα 2. συνδέω με σωλήνα 3. προσδίδω σχήμα σωλήνα αρχ. παθ. σωληνοῡμαι, όομαι χρησιμεύω ως σωλήνας … Dictionary of Greek